- ανθυπίατρος
- ο младший лейтенант медицинской службы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθυπίατρος — ο ο ανθυπολοχαγός στο σώμα του Υγειονομικού του στρατού ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υπίατρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ανθυπίατρος — ο ανθυπολοχαγός στρατιωτικός γιατρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
Ζακόπουλος, Νίκος — (Μεσσήνη, Μεσσηνία 1914 – 1997). Γιατρός και λογοτέχνης. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας παθολογίας. Σταδιοδρόμησε σε διάφορα νοσοκομεία και στο ΙΚΑ μέχρι το 1955, οπότε λειτούργησε… … Dictionary of Greek
Παπανικολάου, Γεώργιος — (Κύμη, Εύβοια 1883 – Φλόριντα, ΗΠΑ 1962). Έλληνας γιατρός, παθολογοανατόμος, βιολόγος και ερευνητής. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το 1904 και βιολογία στο Μόναχο, όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας το 1910.… … Dictionary of Greek